-
1 генератор
η γεννήτριαглавный мор. - κύρια -- пены горн. - αφρού- развертки η χρονογεννήτρια, βασική -- с самовозбуждением (автогенератор) - με αυτοδιέγερση, η αυτο-γεννήτριαстояночный мор. - του λιμέναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > генератор
-
2 φύσις
φύσις [pron. full] [ῠ], ἡ, gen. φύσεως, poet. φύσεος prob. (metri gr.) in E.Tr. 886, cf. Ar.V. 1282 (lyr.), 1458 (lyr.), [dialect] Ion. φύσιος: dual φύσει (I origin,φ. οὐδενός ἐστιν ἁπάντων θνητῶν οὐδὲ.. τελευτή Emp.8.1
(cf. Plu.2.1112a);φ. βούλονται λέγειν γένεσιν τὴν περὶ τὰ πρῶτα Pl.Lg. 892c
;ἡ φ. ἡ λεγομένη ὡς γένεσις ὁδός ἐστιν εἰς φύσιν Arist.Ph. 193b12
;φ. λέγεται ἡ τῶν φυομένων γένεσις Id.Metaph. 1014b16
; freq. of persons, birth,φύσει νεώτερος S.OC 1295
, cf. Aj. 1301, etc.;φύσι γεγονότες εὖ Hdt.7.134
; φύσει, opp. θέσει (by adoption), D.L.9.25;φύσει Ἀμβρακιώτης, δημοποίητος δὲ Σικυώνιος Ath.4.183d
; so ὁ κατὰ φύσιν πατήρ, υἱός, ἀδελφός, Plb. 3.9.6, 3.12.3, 11.2.2; also in acc.,ἐκ πατρὸς ταὐτοῦ φύσιν S.El. 325
; ἢ φίλων τις ἢ πρὸς αἵματος φύσιν ib. 1125, cf. Isoc.3.42.2 growth, τριχῶν, παιδίου, Hp.Nat.Puer.20,29, cf. 27: pl.,γενειάσεις καὶ φύσεις κεράτων Plot.4.3.13
.II the natural form or constitution of a person or thing as the result of growth (οἷον ἕκαστόν ἐστι τῆς γενέσεως τελεσθείσης, ταύτην φαμὲν τὴν φ. εἶναι ἑκάστου Arist.Pol. 1252b33
): hence,1 nature, constitution, once in Hom., καί μοι φύσιν αὐτοῦ (sc. τοῦ φαρμάκου)ἔδειξε Od.10.303
;φ. τῆς χώρης Hdt.2.5
;τῆς Ἀττικῆς X.Vect.1.2
, cf. Oec.16.2, D.18.146, etc.;τῆς τριχός X.Eq.5.5
; αἵματος, ἀέρος, etc., Arist.PA 648a21, Mete. 340a36, etc.: pl.,φύσεις ἐγγιγνομένας καρπῶν καὶ δένδρων Isoc.7.74
;αἱ φ. καὶ δυνάμεις τῶν πολιτειῶν Id.12.134
;ἡ τῶν ἀριθμῶν φ. Pl.R. 525c
;ἡ τῶν πάντων φ. X.Mem.1.1.11
, etc.;ἡ ἰδία τοῦ πράγματος φ. IG22.1099.28
(Epist.Plotinae).2 outward form, appearance,μέζονας ἢ κατ' ἀνθρώπων φύσιν Hdt.8.38
; ἢ νόον ἤτοι φύσιν either in mind or outward form, Pi.N.6.5;οὐ γὰρ φ. Ὠαριωνείαν ἔλαχεν Id.I.4(3).49
(67);μορφῆς δ' οὐχ ὁμόστολος φ. A.Supp. 496
; (read εἷρπε, taking φ. with ἔχων), cf. Tr. 379; δρακαίνης φ. ἔχουσαν ἀγρίαν prob. in E.Ba. 1358;τὴν ἐμὴν ἰδὼν φ. Ar.V. 1071
(troch.), cf. Nu. 503;τὴν τοῦ σώματος φ. Isoc.9.75
.3 Medic., constitution, temperament, Hp.Aph.3.2 (pl.), al.;ἡ φ. καὶ ἡ ἕξις Id.Acut.43
;φ. φύσιος καὶ ἡλικία ἡλικίης διαφέρει Id.Fract.7
;φύσιες νούσων ἰητροί Id.Epid.6.5.1
.b natural place or position of a bone or joint, ἀποπηδᾶν ἀπὸ τῆς φ., ἐς τὴν φ. ἄγεσθαι, Id.Art.61, 62, al.;ὀστέον μένον ἐν τῇ ἑωυτοῦ φ. Id.VC5
, al.;φύσιες τῶν ἄρθρων Id.Nat.Puer.17
.4 of the mind, one's nature, character,ἦθος ἕκαστον, ὅπῃ φ. ἐστὶν ἑκάστῳ Emp.110.5
;εὐγενὴς γὰρ ἡ φ. κἀξ εὐγενῶν.. ἡ σή S.Ph. 874
; τὴν αὑτοῦ φ. λιπεῖν, δεῖξαι, ib. 902, 1310;φ. φρενός E.Med. 103
(anap.);ἡ ἀνθρωπεία φ. Th.1.76
;φ. τῆς μορφῆς καὶ τῆς ψυχῆς X.Cyr.1.2.2
;ὀνόματι μεμπτὸν τὸ νόθον, ἡ φ. δ' ἴση E.Fr. 168
; φ. φιλόσοφος, τυραννική, etc., Pl.R. 410e, 576a, etc.;δεξιοὶ φύσιν A.Pr. 489
;ἀκμαῖοι φύσιν Id.Pers. 441
;τὸ γὰρ ἀποστῆναι χαλεπὸν φύσεος, ἣν ἔχοι τις Ar.V. 1458
(lyr.), cf. 1282 (lyr.);Σόλων.. ἦν φιλόδημος τὴν φ. Id.Nu. 1187
;ἔνιοι ὄντες ὡς ἀληθῶς τοῦ δήμου τὴν φ. οὐ δημοτικοί εἰσι X.Ath.2.19
; φύσεως ἰσχύς force of natural powers, Th.1.138; φύσεως κακία badness of natural disposition, D.20.140;ἀγαθοὶ.. γίγνονται διὰ τριῶν, τὰ τρία δὲ ταῦτά ἐστι φ. ἔθος λόγος Arist. Pol. 1332a40
; χρῶ τῇ φύσει, i.e. give rein to your natural propensities, Ar.Nu. 1078, cf. Isoc.7.38;τῇ φ. χρώμενος Plu.Cor.18
;θείας κοινωνοὶ φ. 2 Ep.Pet.1.4
: pl., Isoc.4.113, v.l. in E.Andr. 956;οἱ ἄριστοι τὰς φ. Pl.R. 526c
, cf. 375b, al.: prov.,ἔθος, φασί, δευτέρη φ. Jul.Mis. 353a
.b instinct in animals, etc., Democr.278; ap. Stob.1.41.6;ἐν τοῖς ἄλλοις ζῴοις ἡ αἴσθησις τῇ φ. ἥνωται, ἐν δὲ ἀνθρώποις τῇ νοήσει Corp.Herm. 9.1
, cf. 12.1.5 freq. in periphrases, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ' ὀργάνειας, i.e. would'st provoke a stone, S.OT 335;χθονὸς φ. A.Ag. 633
; esp. in Pl.,ἡ τοῦ πτεροῦ φ. Phdr. 251b
;ἡ φ. τῶν σωμάτων Smp. 186b
; ἡ φ. τῆς ἀσθενείας its natural weakness, Phd. 87e;ἡ τοῦ μυελοῦ φ. Ti. 84c
;ἡ τοῦ δικαίου φ. Lg. 862d
, al.; ἡ φ., with gen. understood, Smp. 191a, Phd. 109e.III the regular order of nature,τύχη.. ἀβέβαιος, φ. δὲ αὐτάρκης Democr.176
;κατὰ φύσιν Pl.R. 444d
, etc.; τρίχες κατὰ φύσιν πεφυκυῖαι growing naturally, Hdt.2.38, cf. Alex.156.7 (troch.); (cf. Pl.Grg. 488b);κατὰ φ. ποιεῖν Heraclit.112
; opp. παρὰ φύσιν, E.Ph. 395, Th.6.17, etc.;παρὰ τὴν φ. Anaxipp.1.18
; προδότης ἐκ φύσεως a traitor by nature, Aeschin.2.165; πρὸ τῆς φ. ἥκειν εἰς θάνατον before the natural term, Plu.Comp.Dem.Cic.5: freq. in dat. φύσει (ἐν φ. Hp.
Aër.14) by nature, naturally, opp. τύχῃ, τέχνῃ, Pl.Lg. 889b, cf. R. 381b;φύσει τοιοῦτος Ar.Pl. 275
, cf. 279, al.;ὁ ἄνθρωπος φ. πολιτικὸν ζῷόν ἐστι Arist.Pol. 1253a3
; ὁ μὴ αὑτοῦ φ. ἀλλ' ἄλλου ἄνθρωπος ὤν, οὗτος φ. δοῦλός ἐστιν ib. 1254a15;φ. γὰρ οὐδεὶς δοῦλος ἐγενήθη ποτέ Philem.95.2
; opp. νόμῳ (by convention), Philol.9, Archelaus ap.D.L.2.16, Pl.Grg. 482e, cf. Prt. 337d, etc.;τὰ μὲν τῶν νόμων ὁμολογηθέντα, οὐ φύντ' ἐστίν, τὰ δὲ τῆς φύσεως φύντα, οὐχ ὁμολογηθέντα Antipho Soph.44
Ai 32 (Vorsokr.5);ἅπας ὁ τῶν ἀνθρώπων βίος φύσει καὶ νόμοις διοικεῖται D.25.15
;τοὺς τῆς φ. οὐκ ἔστι λανθάνειν νόμους Men.Mon. 492
;οὐ σοφίᾳ, ἀλλὰ φύσει τινί Pl. Ap. 22c
;φ. μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν S.Ph.79
, cf. Pl.Phlb. 14c, etc.;φύσει πάντα πάντες ὁμοίως πεφύκαμεν καὶ βάρβαροι καὶ Ἕλληνες εἶναι Antipho Soph.44
Bii 10 (Vorsokr.5); φύσιν ἔχει c. inf., it is natural, κῶς φύσιν ἔχει πολλὰς μυριάδας φονεῦσαι (sc. τὸν Ἡρακλέα); Hdt.2.45, cf. Pl.R. 473a; οὐκ ἔχει φύσιν it is contrary to nature, ib. 489b; ;τὸ τόλμημα φύσιν οὐκ ἔχει Polem.Call.36
.IV in Philosophy:1 nature as an originating power,φ. λέγεται.. ὅθεν ἡ κίνησις ἡ πρώτη ἐν ἑκάστῳ τῶν φύσει ὄντων Arist.Metaph. 1014b16
;ὁ δὲ θεὸς καὶ ἡ φ. οὐδὲν μάτην ποιοῦσιν Id.Cael. 271a33
; ἡ δὲ φ. οὐδὲν ἀλόγως οὐδὲ μάτην ποιεῖ ib. 291b13;ἡ μὲν τέχνη ἀρχὴ ἐν ἄλλῳ, ἡ δὲ φ. ἀρχὴ ἐν αὐτῷ Id.Metaph. 1070a8
, cf. Mete. 381b5, etc.;φ. κρύπτεσθαι φιλεῖ Heraclit.123
;ἡ γοητεία τῆς φ. Plot.4.4.44
; φ. κοινή, the principle of growth in the universe, Cleanth.Stoic.1.126; as Stoic t.t., the inner fire which causes preservation and growth in plants and animals, defined as πῦρ τεχνικὸν ὁδῷ βαδίζον εἰς γένεσιν, Stoic.1.44, cf. 35, al., S.E.M.9.81; Nature, personified,χάρις τῇ μακαρίᾳ Φ. Epicur.Fr. 469
;Φ. καὶ Εἱμαρμένη καὶ Ἀνάγκη Phld. Piet.12
;ἡ κατωφερὴς Φ. Corp.Herm.1.14
.2 elementary substance,κινδυνεύει ὁ λέγων ταῦτα πῦρ καὶ ὕδωρ καὶ γῆν καὶ ἀέρα πρῶτα ἡγεῖσθαι τῶν πάντων εἶναι καὶ τὴν φ. ὀνομάζειν αὐτὰ ταῦτα Pl.Lg. 891c
, cf. Arist.Fr.52 (defined asτὴν πρώτην οὐσίαν.. ὑποβεβλημένην ἅπασι τοῖς γεννητοῖς καὶ φθαρτοῖς σώμασι Gal.15.3
);τῶν φύσει ὄντων τὰ στοιχεῖά φασιν εἶναι φύσιν Arist.Metaph. 1014b33
: pl., Epicur.Ep. 1p.6U., al.;ἄτομοι φ.
atoms,Democr.
ap. Diog.Oen.5, Epicur.Ep. 1p.7U.;ἄφθαρτοι φ. Phld.Piet.83
.3 concrete, the creation, 'Nature',ἀθανάτου.. φύσεως κόσμον ἀγήρων E.Fr. 910
(anap.);περὶ φύσεώς τε καὶ τῶν μετεώρων ἀστρονομικὰ ἄττα διερωτᾶν Pl.Prt. 315c
; περὶ φύσεως, title of works by Xenophanes, Heraclitus, Gorgias, Epicurus, etc.;[σοφία] ἣν δὴ καλοῦσι περὶ φύσεως ἱστορίαν Pl.Phd. 96a
;περὶ φ. ἀφοριζόμενοι διεχώριζον ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν λαχάνων τε γένη Epicr.11.13
(anap.); so later,ἡ φ. τὸ ὑπὸ ψυχῆς τῆς πάσης ταχθέν Plot.2.2.1
;τὰ στοιχεῖα τῆς φ. Corp.Herm.1.8
; αἱ δύο φ., i.e. heaven and earth, light and darkness, etc., PMag.Leid.W.6.42.4 Pythag. name for two, Theol.Ar.12.V as a concrete term, creature, freq. in collect. sense, θνητὴ φ. mankind, S.Fr. 590 (anap.), cf. OT 869 (lyr.); πόντου εἰναλία φ. the creatures of the sea, Id.Ant. 345 (lyr.);ὃ πᾶσα φ. διώκειν πέφυκε Pl.R. 359c
, cf. Plt. 272c; ἡ τῶν θηλειῶν φ. woman- kind (opp. τὸ ἄρρεν φῦλον) X.Lac.3.4: also in pl., S.OT 674, Pl.R. 588c, Plt. 306e, X.Oec.13.9; in contemptuous sense, αἱ τοιαῦται φ. such creatures as these, Isoc.4.113, cf. 20.11, Aeschin.1.191.b of plants or material substances,φ. εὐώδεις καρποφοροῦσαι D.S.2.49
;ὑγράν τινα φ. καπνὸν ἀποδιδοῦσαν Corp.Herm. 1.4
.VI kind, sort, species,ταύτην.. ἔχειν βιοτῆς.. φύσιν S.Ph. 165
(anap.);ἐκλέγονται ἐκ τούτων χρημάτων μίαν φ. τὴν τῶν λευκῶν Pl.R. 429d
; φ. [ἀλωπεκίδων] species, X.Cyn.3.1; natural group or class of plants, Thphr.HP6.1.1 (pl.).VII sex, θῆλυς φῦσα (prob. for οὖσα)κοὐκ ἀνδρὸς φύσιν S.Tr. 1062
, cf. OC 445, Th.2.45, Pl.Lg. 770d, 944d: hence, -
3 теория
η θεωρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > теория
-
4 пара
το ζεύγος, η δυάς, η δυάδα, το ζευγάριкуперовская (элн.) - του ΚούπερРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пара
-
5 ἀπειρία
A want of skill, inexperience, ignorance, Hp. Lex4, Th.1.80; ; ap. Arist.Metaph. 981a5;ὑπὸ ἀπειρίας Pl.Tht. 167b
;δι' ἀπειρίαν Id.Grg. 518d
.2 c. gen. rei,τοῦ θανεῖν E.Fr.816.10
; ἀ. μέθης want of skill to carry it discreetly, Antipho 4.3.2;ἀ. ἔργου And.3.2
;μουσικῆς ἀπειρίᾳ Philetaer.18
; ; ἀπειρείῃσι νόοιο (sic) Epigr.Gr.1078.5 ([place name] Adana).------------------------------------A infinity, infinitude,τὴν τῶν ὁμοιομερῶν ἀ. Anaxag.
ap. Arist.Metaph. 988a28; opp. πέρας, Pl.Phlb. 16c;ἡ ἀ. καὶ ὁ αἰών Metrod.37
, cf. Phld.D.3.11;ἀ. χρόνου Pl.Lg. 676a
;ἀ. τῶν κόσμων Epicur.Ep.1p.9U.
;τῶν ἀτόμων Dam.Pr.98
;τῶν ἀριθμῶν Ph. 1.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπειρία
-
6 κατασκευάζω
A (Athens, iv B.C.), IPE12.32B53 (Olbia, iii B.C.): [dialect] Dor. [tense] aor. - εσκεύαξα Ti. [dialect] Locr.94d, Test.Epict.1.14, alsoκατεσκέαξα Africa Italiana 1.330
([place name] Cyrene): [dialect] Boeot. [tense] aor. inf. (Tanagra, iii B.C.): [tense] pf.- εσκεύᾰκα D.42.30
: [tense] fut. [voice] Med. [ per.] 3sg. (Halic.): [dialect] Dor. [tense] aor. [voice] Med.- εσκευαξάμην Test.Epict.1.9
:—equip, furnish fully with.., [ πᾶσι] κ. τὸ πλοῖον with all appliances, D.18.194:—[voice] Med., τοὺς ἵππους Χαλκοῖς.. προβλήμασι κ. X.Cyr.6.1.51:—freq. in [voice] Pass., , cf. 2.44; κατασκευὴ Χρυσῶ τε καὶ ἀργύρω κατεσκ. Id.9.82;οἷς ἡ Χώρα κατεσκεύασται Th.6.91
.2 without dat., furnish, equip fully,τὴν Χώραν X.An.1.9.19
;κ. τινὰ ἐπὶ στρατιάν Id.Cyr.3.3.3
; [ ἐλέφαντας]κ. πρὸς τὴν πολεμικὴν Χρείαν OGI54.12
(Adule, iii B.C.):—[voice] Med., κ. τοὺς ὄνους having got his asses ready, Hdt.2.121.δ, etc.:—[voice] Pass., , cf. 8.24; ἔργα -ασμένα cultivated farms, Anaxag.4; of persons, to be under treatment, Phld. Lib.p.3 O., al.3 construct, build,γέφυραν Hdt.1.186
([voice] Pass.);διδασκαλεῖον Antipho 6.11
; ; ; ἱερὰ θυσίας τε αὑτοῖς κ. Id.Criti. 113c;ἐπιτείχισμ' ἐπὶ τὴν Ἀττικήν D. 18.71
: generally, prepare, arrange, establish,κ. δημοκρατίαν X.HG 2.3.36
;δύναμιν τῇ πόλει And.3.39
; ;ἰσότητα τῆς οὐσίας Id.Lg. 684d
, cf. Arist.Pol. 1265a39;ὀλιγαρχίαν Id.Ath. 37.1
;ναύτας D.50.36
; κ. τινὰς μελέτῃ train them, X.Cyr.8.1.43, etc.; turn out,πολιτικούς Phld.Rh.2.264
S., al.:—[voice] Med., κατασκευάζεσθαι ναυμαχίαν prepare it, make ready for it, v.l. for παρασκ- in Th.2.85; make for oneself, esp. build a house and furnish it, opp.ἀνασκευάζομαι Id.1.93
, 2.17; unpack, opp. ἀνασκ., X.Cyr.8.5.2;κ. ἐρημίαν αὑτῶ Pl.Lg. 730c
, etc.; κ. τ ράπεζαν set up a bank, Is.Fr.66; κατασκευάζομαι τέχνην μυρεψικήν I am setting up as a perfumer, Lys.Fr. 1.2; ; [ πρόσοδον] οὐ μικρὰν κατεσκευάσαντο made themselves a good [income], D.27.61, cf. And.4.11.4 of fraudulent transactions, fabricate, trump up,πρόφασιν X.Cyr.2.4.17
; ;λιποταξίου γραφὴν κατεσκεύασεν Id.21.103
, cf.92;Χρέα ψευδῆ Id.42.30
, cf.45.22 ([voice] Pass.); of persons, suborn,λογοποιούς Din.1.35
; set up,ἢ.. ἐπιτίθενται αὐτοὶ ἢ κατασκευάζουσιν ἕτερον Arist.Pol. 1306a1
; οἱ κατεσκευασμένοι τῶν Θετταλῶν men prepared for the purpose, D.18.151;κατεσκ. δανεισταί Id.42.28
: c. inf.,τὸν ἀνεψιὸν.. κατεσκεύασεν ἀμφισβητεῖν Id.55.1
.5 c. dupl. acc., make, render, [ φρούρια]κ. ὡς ἐχυρώτατα X.Cyr.2.4.17
; ἀριστερὰ δεξιῶν ἀσθενέστερα κ, Pl.Lg. 795a;φοβερὸν κ. τὸ αὐτόχειρα γενέσθαι D.20.158
; J.;κ. τινὰ τοιοῦτον.. Arist.Rh. 1380a2
(also with Adv., πρὸς ἑαυτὸν κ. εὖ τὸν ἀκροατήν render the audience favourably disposed towards oneself, 1419b11).6 represent as so and so, κ. τινὰς παροίνους, ὑβριστάς, ἀγνώμονας, D.54.14, cf. 45.82; εἰ μὴ Γοργίαν Νέστορά τινα κατασκευάζεις unless you make out a Gorgias to be Nestor, Pl.Phdr. 261c.7 in argument, maintain, prove, τῶν ἐν Εὐβοίᾳ πραγμάτων.. ὡς ἐγὼ αἴτιός εἰμι, κατεσκεύαζε tried to make out that.., D.21.110;κ. ὅτι.. Arr.Epict.3.15.14
, S.E.P.1.32; κ. τῶ λόγψ establish a proposition by reasoning, Damian.Opt.5;διὰ λόγου -σκευασθήσεται Phld. Sign.6
.8 in Logic, construct a positive argument, opp. ἀναιρέω, ἀνασκευάζω (of negative arguments), Arist.Rh. 1401b3, cf. Plu.2.1036b, etc.: Philos., κ. τῶν ἀριθμῶν ἰδέαν construct, postulate, Arist.EN 1096a19, cf. Metaph. 984b25, al.9 Geom., construct, Euc.5.7 ([voice] Pass.), Archim.Sph.Cyl.2.6 ([voice] Pass.); solve by a construction,πρόβλημα Papp. 54.25
.10 Rhet., frame,ὀνόματα D.H.Comp.16
; elaborate, ;λόγος κατεσκευασμένος Str. 1.2.6
.11 abs. in [voice] Med., prepare oneself or make ready for doing,ὡς πολεμήσοντες Th.2.7
;ὡς οἰκήσων X.An.3.2.24
;ὡς εἰς μάχην Paus. 5.21.14
.12 [voice] Pass., of disease, to become established,- σκευαζομένου τοῦ πάθους Gal.8.332
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασκευάζω
-
7 πάθος
A that which happens to a person or thing, τὰ ἐν τοῖς κατόπτροις τῆς ὄψεως π. Pl.Tht. 193c; τὰ ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ βίῳ [τῆς ψυχῆς] π. Id.R. 612a; incident, accident, τὰ ἀνθρωπήϊα π. Hdt.5.4; τὸ συντυχὸν π. S.Aj. 313; οὗ τόδ' ἦν π. where this incident took place, Id.OT 732; ἔξωθεν π. Pl.R. 381a; unfortunate accident, Antipho 3.4.10.2 what one has experienced, good or bad, experience, (lyr.); τά γ' ἐμὰ π. my experiences, Pl.Phd. 96a;τὸ δρᾶμα τοῦ πάθους πλέον A.Ag. 533
; opp. ἔργα, Pl. Phdr. 245c, Arist.Cael. 298a28; opp. πρᾶξις, Pl.Lg. 876d;ἤθη καὶ π. καὶ πράξεις Arist.Po. 1447a28
.b in bad sense, misfortune, calamity, A.Pr. 703, Hdt.1.91, Lys.32.10, etc.;οὐλίῳ σὺν πάθει S.Aj. 932
(lyr.); τὰ τῆς Νιόβης π. Pl.R. 380a, etc.; ἀνήκεστον π. ἔρδειν to do an act which is an irreparable mischief to one, Hdt.1.137; μετὰ τῆς θυγατρὸς τὸ π., i.e. her death, Id.2.133; π. μέγα πεπονθέναι, of a great defeat, Id.3.147, cf. 5.87, al.II of the soul, emotion, passion (λέγω δὲ πάθη.. ὅλως οἷς ἕπεται ἡδονὴ ἢ λύπη Arist.EN 1105b21
),σοφίη ψυχὴν παθῶν ἀφαιρεῖται Democr.31
;διὰ πάθους Th.3.84
; ἐρωτικὸν π. Pl.Phdr. 265b; π. ποιεῖν to excite passion, Arist.Rh. 1418a12;ἐν π. εἶναι Id.Pol. 1287b3
; ἐκτὸς τοῦ π. εἶναι to be exempt from passion, Teles p.56 H.;ἔξω τῶν π. γίγνεσθαι D.C.60.3
; περὶ παθῶν, title of work by Zeno the Stoic, D.L.7.4; in Epicur., sensation (including pleasure and pain), ἀκουστικὸν π. Ep.1p.13U., cf. p.19 U. (pl.); ὡς κανόνι τῷ π. πᾶν ἀγαθὸν κρίνοντες ib.3p.63U.III state, condition, τὸ τῆς παντοδαπῆς ἀγνοίας π. Pl.Sph. 228e, cf. 243c, Plt. 277d, Ap. 22c; opp. ἐνέργεια, A.D.Synt.12.17; opp. ποίημα, Pl.Sph. 248d.2 incidents of things, changes or happenings occurring in them, τὰ οὐράνια π. Pl.Hp.Ma. 285c; τὰ περὶ τὸν οὐρανὸν π. Id.Phd. 96c;τὰ τοῦ οὐρανοῦ π. καὶ μέρη Arist.Metaph. 986a5
;π. τοῦτο, ὃ καλεῖν εἰώθαμεν σεισμόν Id.Mu. 395b36
.3 properties, qualities of things, opp. οὐσία, Pl.Euthphr. 11a; π. λέγεται.. ποιότης καθ' ἣν ἀλλοιοῦσθαι ἐνδέχεται, οἷον τὸ λευκὸν καὶ τὸ μέλαν, καὶ γλυκὺ καὶ πικρόν, καὶ βαρύτης καὶ κουφότης, κτλ. Arist. Metaph. 1022b15; τῶν ἀριθμῶν π. ib. 985b29; ἀριθμοῖς καὶ γραμμαῖς καὶ τοῖς τούτων π. Iamb.Comm.Math.23;γεωμετρία περὶ τὰ συμβεβηκότα πάθη τοῖς μεγέθεσι Arist.Rh. 1355b31
, cf. APo. 75b1; τῶν φυτῶν τὰ μέρη καὶ τὰ π. Thphr.HP1.1.1; αἱ δυνάμεις καὶ τὰ π. ib.8.4.2.IV Gramm., modification in form of words (esp. dialectal),πάθη τῆς λέξεως Arist.Rh. 1460b12
, cf. A.D.Pron.38.24, al.2 in Syntax, modified construction, of omission or redundancy, Id.Synt.6.15, 267.8.c in writing, signs other than accents and breathings ([etym.] ἀπόστροφος, ὑφέν, ὑποδιαστολή), D.T.Supp.1p.107U.V Rhet., emotional style or treatment, τὸ σφοδρὸν καὶ ἐνθουσιαστικὸν π. Longin.8.1;πάθος ποιεῖν Arist.
Rh. 1418a12;πράγματα π. ἔχοντα Plu.2.711e
, etc.: pl.,πάθη διεστῶτα ὕψους Longin.8.2
. -
8 χύμα
A that which is poured out or flows, fluid, Arist. HA 550b27, D.S.17.75; evenχ. νιφάδος Alciphr.1.23
; χ. τέσσαρα, viz. the hot, cold, moist, and dry, Ptol.Tetr.19.2 ingot, bar, IG7.303.104 (Orop., iii B. C.);χ. χρυσοῦν Inscr.Délos442
B6 (ii B. C.), [ χρυσίου] ib.1432Abi17 (Delos, ii B. C., pl.), cf. Agatharch.28.3 metaph., confused mass,τῶν ἀριθμῶν LXX 2 Ma.2.24
; aggregate, Theol.Ar.34; crowd, πρεσβυτέρων καὶ νεωτέρων Aristeas14.4αὐτὰ τὰ χ. τῶν σφαιρῶν
materials, constituents,Phlp.
in Mete.26.8; τοῦ χ. αὐτοῦ τῶν σφαιρῶν ἡ οὐσία ib.4.2. -
9 ὕλη
A forest, woodland, Il.11.155, Od.17.316, Ep.Jac.3.5, etc.;γῆν.. δασέαν ὕλῃ παντοίῃ Hdt.4.21
;ἀπ' ὕλης ἀγρίης ζώειν Id.1.203
; ὕλα ἀεργός virgin forest, Berl.Sitzb.1927.167 ([place name] Cyrene); τὰ δένδρα καὶ ὕλη fruit-trees and forest-trees, Th.4.69 (cf. δένδρον); not only of forest-trees, but also of copse, brushwood, undergrowth (cf. ὕλημα), directly opp. to timber-trees, X.An.1.5.1, Oec.16.13, 17.12, PSI6.577.8 (iii B. C.), Sor.1.40: also in pl., h.Cer. 386, Hecat.291 J., Mosch.3.88, Plb. 5.7.10, D.S.3.48, D.H.Th.6, Str.5.1.12, 15.1.60, Plu.Pyrrh.25, Cat. Ma.21, Comp.Cim.Luc.3, Luc.Prom.12, Sacr.10, Am.12, Babr.12.2, al., Nonn.D.3.69, 252, 16.91, 36.70, etc.II wood cut down, Od.5.257 (cf. III); firewood, fuel, Il.7.418, 23.50, 111, al., Od.9.234, Hdt.4.164,6.80; brushwood, Id.7.36, Th.2.75, etc.; timber,ὕ. ναυπηγησίμη Pl.Lg. 705c
;ναυπηγήσιμος καὶ οἰκοδομική Thphr.HP5.7.1
, cf. IG42(1).102.50 (Epid., iv B. C.); also, twigs for birds' nests, Arist.HA 559a2.III the stuff of which a thing is made, material, (perh. so of wood), Od.5.257; rarely of other material, as metal,οἱ παρ' ἄκμονι.. ὕλην ἄψυχον δημιουργοῦντες Plu.2.802b
(cf. S.Fr. 844, but ὕλη is Plutarch's word): generally, materials, PMasp.151.91 (vi A. D.).2 in Philosophy, matter, first in Arist. (Ti.Locr.93b, al. is later); defined as τὸ ὑποκείμενον γενέσεως καὶ φθορᾶς δεκτικόν, GC320a2; as τὸ ἐζ οὗ γίγνεται, Metaph.1032a17; οὐσία ἥ τε ὕ. καὶ τὸ εἶδος καὶ τὸ ἐκ τούτων ib.1035a2; opp. as δυνάμει τόδε τι to τόδε τι ἐνεργεία, ib. 1042a27; opp. ἐντελέχεια, ib.1038b6: in later philosoph. writers, mostly opp. to the intelligent and formative principle ([etym.] νοῦς), Procl. Inst.72, etc.;ὕ. τῶν ἀριθμῶν Iamb.Comm.Math.4
.3 matter for a poem or treatise, ὕ. τραγική, ποιητικαὶ ὗλαι, Plb.2.16.14, Longin. 13.4, cf. 43.1, Vett.Val.172.1, etc.; ἡ ὑποκειμένη ὕ. the subject-matter, Arist.EN 1094b12, cf. Phld.Rh.2.124 S.4 ὕ. ἰατρική materia medica, Dsc.tit.; so ὕλη alone, materia medica, Id.1 Prooem., Gal. 17(2).181; ὗλαι τῆς τέχνης ibid., cf. 6.77, Sor.1.83, 110, 2.15,28;ἡ ὕ. τῶν ὁπλομαχικῶν ἐνεργειῶν Gal.6.157
.b ἡ μέση ὕλη the middle range of diet, Sor.1.46, 2.15;τροφιμωτέρα ὕλη Id.1.95
, cf. 36.5 pl., material resources,βασιλικαὶ ὗλαι Ph.1.640
.IV sediment, Ar.Fr. 879, cf. Sch.Ar.Pl. 1086, 1088 (hence ὑλίζω ([etym.] ἀφ-, δι-), ὑλώδης 11
); mud, slime, UPZ70.9 (ii B. C.); ὕλῃ, ὕλει, and ἰλυῖ are cj. for ὕδει in Thgn.961.2 matter excreted from the human body, Sor.1.22,23,25, al.;ἡ ὕ. τῶν ἐμπυημάτων Gal.18(2).256
; phlegm, catarrh, PMed. in Arch.Pap.4.270 (iii A. D.). -
10 ὑπο-χείριος
ὑπο-χείριος, bei Her. auch 3 Endgn, unter Händen, bei der Hand, zur Hand; χρυσὸς ὅ τις χ' ὑποχείριος εἴη Od. 15, 448; dah. in Jemandes Besitz, Gewalt, unterwürfig, τινί, Aesch. Suppl. 387; Her. 6, 33. 44; ὑποχείριόν τινα ποιεῖσϑαι u. παρέχειν, unterwürfig machen, 1, 106. 178. 3, 154. 5, 91. 6, 45. 107; ὑποχείριος γίγνομαί τινι Xen. An. 3, 2,3; von Thieren, οὕτως ὑποχείρια γιγνόμενα τοῖς ἀνϑρώποις Mem. 4, 3,10; λαβεῖν ὑποχείριον, in seine Gewalt bekommen, σῶμα, Lys. 4, 5. 10, 27; ὥςτ' ὑποχείριον τὴν πόλιν λαβεῖν Eur. Andr. 737; ἔχειν τινὰ ὑποχείριον Thuc. 3, 11; u. sonst in Prosa, ὑποχειρίους τὰς ἐπιστήμας τῶν ἀριϑμῶν ἔχει Plat. Theaet. 198 a; Pol. öfter, u. Sp., wie Plut. u. Luc.
-
11 запись
1. (процесс, результат) η εγγραφήголографическая - ολογραφική -, τοολόγραμμα2. вчт. η εγγραφή, η καταγραφή* автоматическая - αυτόματη - 3. (напр в журнале) η εγγραφή 4. (система записи) (чисел) ηπαράσταση (των αριθμών)сокращённая - (слов) η συντομογραφία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запись
-
12 номеронабиратель
το πληκτρολόγιο ένδειξης/επιλογής των αριθμών (της συσκευής τηλεφώνου)кнопочный - με πλήκτρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > номеронабиратель
-
13 таблица
таблиц||аж ὁ πίνακας, ὁ πίναξ:\таблица умножения ὁ Πυθαγόρειος πίνακας· \таблицаы логарифмов οἱ λογαριθμικοί πίνακες· \таблица выигрышей ὁ πίνακας τῶν ἀριθμών πού κέρδισαν. -
14 натуральный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. φυσικός•натуральный цвет φυσικό χρώμα•
в -ую величину σε φυσικό μέγεθος•
-ые богатства ο φυσικός πλούτος•
-ая история φυσική ιστορία.
2. φυσικός (ως αντώνυμο του τεχνητός)•натуральный мд φυσικό μέλι•
натуральный шлк φυσικό μετάξι.
3. απροσποίητος•натуральный смех φυσικό γέλιο•
натуральный голос φυσική φωνή.
4. σε είδος, σε προϊόν•натуральный налог φόρος σε είδος•
натуральный обмен ανταλλαγή σε είδος•
-ое хозяйство φυσικό νοικοκυριό (παραγωγή ειδών ιδίας χρήσης).
εκφρ.натуральный ряд чисел – η φυσική σειρά των αριθμών (1, 2, 3, 4, 5 κλπ.)• -ая школа νατουραλιστική σχολή. -
15 символика
-ки1. η συμβολική (σημασία συμβολική)•символика чисел η συμβολική των αριθμών.
2. αθρσ. τα σύμβολα. -
16 сложение
-я ουδ.1. πρόσθεση•сложение чисел η πρόσθεση των αριθμών.
2. σύνθεση• φτιάξιμο•-песни σύνθεση τραγουδιού•
сложение стихов στιχουργία.
3. παραίτηση• παράδοση, κατάθεση (υπηρεσιακών καθηκόντων κ.τ.τ.).4. πρόσθεση (η αριθμητική πράξη).5. βλ. телосложение. -
17 чётность
-и θ.αρτιότητα•чётность чисел η αρτιότητα των αριθμών.
-
18 ἐπιμόριος
A containing a whole + a fraction with 1 for its numerator (1+1/x), superparticular,ἐ. [ἀριθμοί] Arist.Pr. 921b5
;λόγοι Ph.2.183
(v.l. for ὑποεπιμερῶν), Plu.in Hes.59; of the rhythm of the pulse, Gal.8.516; also ἐπιμόριον, τό, Arist.Metaph. 1021a2. Adv.- ίως Nicom.Ar.2.20
; opp. ἐπιμερής (q.v.), ib.1.20; τῶν ἀριθμῶν οἱ μὲν ἐν πολλαπλασίῳ λόγῳ λέγονται, οἱ δὲ ἐν ἐπιμορίῳ, οἱδὲ ἐν ἐπιμερεῖ Euc.Sect.Can.Praef.
, cf. Theo Sm.p.76H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιμόριος
-
19 закон
ο νόμ/ος, ο κανόνας- Бернулли (в теории вероятностей) - см. - больших чисел - Био-Савара (в электродинамике) - του Μπιο-Σαβάρ- больших чисел - των μεγάλων αριθμών του Μπερνούλι, ασθενής -- парциальных давлений см. - Дальтона - Паскаля (в гидростатике) - του Πασκάλ (στην υδροστατική)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закон
-
20 ἀριθμός
ἀριθμός [ᾰ], (Aἁρ- IG1.164
), ὁ, number, first in Od.,λέκτο δ' ἀριθμόν 4.451
;ἀριθμῷ παῦρα Semon.3
;ἓν ἀριθμῷ Hdt.3.6
;ἀριθμὸν ἕξ Id.1.14
, cf. 50;ἐς τὸν ἀ. τρισχίλια Id.7.97
; πλῆθος ἐς ἀ. the amount in point of number, ib.60;τὸν ἀ. δώδεκα Euphro11.11
;δύο τινὲς ἢ τρεῖς.. εἰς τὸν ἀ. Men.165
;ἔλαττον μήτε ὄγκῳ μήτε ἀριθμῷ Pl.Tht. 155a
; ;σταθμῷ καὶ ἀ. X. Smp.4.45
;δι' ἀ. καὶ μέτρου Plu.Per.16
, cf. E.Tr. 620: prov., λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν 'count the pebbles on the shore', Pi.O.13.46, cf. 2.98; οὐ γιγνώσκων ψήφων ἀριθμούς, of a blockhead, Ephipp. 19;οὔτ' ἀριθμὸν οὔτ' ἔλεγχον.. ἔχων Dionys.Com.3.13
.2 amount, sum,πολὺς ἀ. χρόνου Aeschin.1.78
;ἀ. τῆς ὁδοῦ X.An.2.2.6
; ἀ. [χρυσίου] a sum of money, Id.Cyr.8.2.16.3 ἀριθμῷ, abs., in certain numbers, Hdt.6.58; but by tale,Th.
2.72;ἀ. διδόναι Dionys.Com.3.6
.4 item or term in a series, ;τρίτον ὠδίνων ἀ. Epigr.Gr.574
;ναῦς πολλοὺς ἀ. ἄγνυται ναυαγίων E.Hel. 410
, cf. Arist.Po. 1461b24; τοὺς ἀ. τοῦ σώματος points of the body, Pl.Lg. 668d;τοὺς ἀ. ἑκάστου τῶν νοσημάτων Hp.Acut. 3
;τὸ καλὸν ἐκ πολλῶν ἀ. ἐπιτελεῖσθαι Plu.2.45c
: hence as a mark of completeness,πάντας τοὺς ἀ. περιλαβών Isoc.11.16
; τοῦ καθήκοντος τοὺς ἀριθμούς the sum total of duty, M.Ant.3.1.5 number, account, as a mark of station, worth, rank, μετ' ἀνδρῶν ἵζει ἀριθμῷ takes his place among men, Od.11.449;εἰς ἀνδρῶν μὲν οὐ τελοῦσιν ἀ. E.Fr. 492
;εἰς ἀ. τῶν κακῶν πεφύκαμεν Id.Hec. 1186
; ξενίας ἀριθμῷ πρῶτ' ἔχειν ἐμῶν φίλων in regard of friendship, ib. 794; δειλοὶ γὰρ ἄνδρες οὐκ ἔχουσιν ἐν μάχῃ ἀριθμόν have no account made of them, Id.Fr. 519; οὐδ' εἰς ἀ. ἥκει λόγων she comes not into my account, Id.El. 1054;ἀ. οὐδεὶς οὐδὲ λόγος ἐστί τινος Plu.2.682f
, cf. Call.Epigr.27.6, Orac. ap. Sch.Theoc.14.48.6 mere number, quantity, opp. quality, ταῦτ' οὐκ ἀ. ἐστιν, ὦ πάτερ, λόγων a mere set of words, S.OC 382; of men, οὐκ ἀ. ἄλλως not a mere lot, E.Tr. 476;ἀριθμός, πρόβατ' ἄλλως Ar. Nu. 1203
; sometimes even of a single man, οὐκ ἀριθμὸν ἀλλ' ἐτητύμως ἄνδρ' ὄντα not a mere unit, E.Heracl. 997; also ἀριθμὸν πληροῦν to be a mere cipher, Chor.Milt.66.II numbering, counting, μάσσων ἀριθμοῦ past counting, Pi.N.2.23; esp. in phrases, ἀ. ποιεῖσθαι τῶν νεῶν to hold a muster of.., Hdt.8.7;ποιεῖν X.An.7.1.7
, etc.; παρεῖναι εἰς τὸν ἀ. ib.II; εἴ τι δυνατὸν ἐς ἀ. ἐλθεῖν can be stated in numbers, Th.2.72.III the science of numbers, arithmetic,ἀριθμόν, ἔξοχον σοφισμάτων A.Pr. 459
; ;ἀ. καὶ λογισμὸν εὑρεῖν Pl.Phdr. 274c
, cf. R. 522c: prov.,εἴπερ γὰρ ἀριθμὸν οἶδα E.Fr.360.19
.IV in Philos., abstract number, Arist.Cat. 4b23, Metaph. 990a19, al.; ἀ. μαθηματικός ib. 1090b35; ἀ. οὐσιώδης, opp. τοῦ ποσοῦ, Plot.5.5.4; ἀ. ἑνιαῖος, οὐσιώδης, ἑτεροῖος, Dam.Pr. 228.V Gramm., number, Stoic.3.214, D.T.634.16, A.D.Synt.32.2,al.; cf. ἑνικός, δυικός, πληθυντικός.X sum of numerical values of letters in a name, Apoc.13.17,al.; φιλῶ ἧς ἀριθμὸς φμέ Pompeian Inscr. in Rend.Linc.10(1901).257.XI unit of troops, = Lat. numerus, CIG 5187 (vi A. D.), BGU 673 (vi A. D.), etc.; = legio, Jul.ad Ath.280d, Zos.5.26, PLond. 5.1711.69 (vi A. D.).XII Astrol., mostly in pl., degrees traversed in a given time, Ptol.Tetr. 112, Doroth. in Cat.Cod.Astr.6.107.30; τοῖς ἰδίοις ἀ. at her normal speed, of the moon, Gal.19.531; also of degrees of latitude, Heph.Astr.2.8,3.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριθμός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θεμέλια των μαθηματικών — Κλάδος των μαθηματικών που αναλύει τις βασικές έννοιες των διαφόρων μαθηματικών θεωριών. Αυτό το είδος έρευνας, σήμερα αρκετά προχωρημένο, άρχισε από τα μέσα του 19ου αι. Η κριτική των θεμελίων της αριθμητικής έχει ιδιαίτερη σημασία για τον λόγο… … Dictionary of Greek
αριθμόσωμα ή σώμα αριθμών — Ένα πλήθος αριθμών που έχουν την εξής ιδιότητα: το άθροισμα, η διαφορά, το γινόμενο και το πηλίκο οποιωνδήποτε από αυτούς (ίσων ή διαφόρων) να ανήκει πάλι στο πλήθος αυτό. Παραδείγματα α. είναι το πλήθος όλων των ρητών, οι αριθμοί α + βi (α, β =… … Dictionary of Greek
αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… … Dictionary of Greek
αρίθμηση — Η παράσταση των φυσικών αριθμών (δηλαδή των θετικών ακεραίων) με ένα κατάλληλο σύστημα, το οποίο να χρειάζεται έναν περιορισμένο αριθμό συμβόλων. Συνεπώς το πρόβλημα της α. μπορεί να τεθεί ως εξής: «να παρασταθεί ένας οποιοσδήποτε φυσικός αριθμός … Dictionary of Greek
άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
μιγαδικοί αριθμοί — Αριθμοί που αποτελούνται από πραγματικές και φανταστικές μονάδες. Είναι γνωστό ότι η εξίσωση αx = β (πρώτου βαθμού), όπου α, β είναι ρητοί αριθμοί και α ≠ 0, έχει μία και μόνο μία λύση. Αυτό ισχύει, γενικότερα, και στην περίπτωση, που οι α, β… … Dictionary of Greek
πράξεις αριθμητικές — Στα μαθηματικά, και ιδιαίτερα στην αριθμητική και στην άλγεβρα, ο όρος πράξη χρησιμοποιείται ως συνώνυμο των νόμων σύνθεσης, δηλαδή των κανόνων που επιτρέπουν τον συνδυασμό ν αριθμών ή, γενικότερα, ν στοιχείων δεδομένων κατά μια τάξη, και… … Dictionary of Greek
Πυθαγόρας — I Έλληνας φιλόσοφος και μαθηματικός (Σάμος 585 – 565 π.Χ. – ; Μεταπόντιον 500; π.X.). Αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του εξαιτίας ίσως της τυραννίας του Πολυκράτη, και πήγε στη Μεγάλη Ελλάδα και στον Κρότωνα όπου, κατά το 530, ίδρυσε τη… … Dictionary of Greek
μαθηματικά — Η επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των φυσικών μεγεθών, που μελετά τις μεταξύ τους σχέσεις καθώς και τις σχέσεις τους στον χώρο και στον χρόνο. Η έκταση και τα ενδιαφέροντα των μ., μίας από τις αρχαιότερες επιστήμες, παρουσιάζουν τόση… … Dictionary of Greek
Κούμερ, Ερνστ Έντουαρντ — (Ernst Edward Kummer, Σοράου 1810 – Βερολίνο 1893). Γερμανός μαθηματικός. Μελέτησε τις θεωρίες των ορισμένων ολοκληρωμάτων και των διαφορικών εξισώσεων, στις οποίες πέτυχε σημαντικές ανακαλύψεις, ιδιαίτερα στην περίπτωση της παρακμής των… … Dictionary of Greek